- ανεξανάγκαστος
- η , ο [ος , ον ]1) не подвергнутый, не подвергаемый принуждению; 2) не поддающийся принуждению
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεξανάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό 2. όποιος δεν υπέκυψε σε εξαναγκασμό … Dictionary of Greek